αρχολογία

αρχολογία
η
1. το να εξετάζει κανείς τις αρχές στη φιλοσοφία
2. το κεφάλαιο της φιλοσοφίας το οποίο ασχολείται με τις βασικές φιλοσοφικές αρχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο-* + -λογία < -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”